- δαιδαλέοδμος
- δαιδαλέ-οδμος, künstlich duftend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δαιδαλέοδμος — και δαιδαλέοσμος, ον (Α) αυτός που έχει ασυνήθιστη, εξαίσια οσμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαιδαλέοδμος < δαιδάλεος + οδμος < οδμή και ο τ. δαιδαλέοσμος < δαιδάλεος + οσμος < οσμή] … Dictionary of Greek
δαιδαλεόδμοις — δαιδαλέοδμος with artificial fragrance masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιδαλέοσμος — (Α) βλ. δαιδαλέοδμος … Dictionary of Greek